φωτοσκιάζω

φωτοσκιάζω
φωτοσκίασα, μτβ., σε ζωγραφικό πίνακα συνδυάζω αρμονικά τα ζωηρά με τα σκοτεινά χρώματα, τον συμπληρώνω με φωτοσκίαση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωτοσκιάζω — Ν 1. συνδυάζω αρμονικά τα ζωηρά και τα σκοτεινά χρώματα σε μια εικόνα 2. συμπληρώνω εικόνα με φωτοσκίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + σκιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοσκίαση — η, Ν το κιαροσκούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοσκιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. φωτοσκίασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”